- πρωτότοκος
- aîné
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
πρωτοτόκος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτότοκος — bearing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτότοκος — η, ο / πρωτότοκος, η, ον, ΝΜΑ 1. (για τέκνα) αυτός που γεννήθηκε πρώτος, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που γεννήθηκε δεύτερος, τρίτος κ.λπ. 2. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτότοκος το πρώτο παιδί αρχ. προσωνυμία τού Ομήρου, σε αντιδιαστολή προς τον Νίκανδρο … Dictionary of Greek
πρωτοτόκος — ο / πρωτοτόκος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρατοτόκος, ον, Α (για γυναίκες αλλά και θηλυκά ζώα) αυτός που γεννά για πρώτη φορά, ο πρωτόγεννος. επίρρ... πρωτοτόκως Μ με τον πρώτο τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + τόκος (< τόκος < τίκτω). Η… … Dictionary of Greek
πρωτότοκος — η, ο για τέκνα, αυτός που γεννήθηκε πρώτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτοτόκοις — πρωτότοκος bearing masc/fem/neut dat pl πρωτοτόκος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτόκον — πρωτοτόκος masc/fem acc sg πρωτοτόκος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτόκου — πρωτότοκος bearing masc/fem/neut gen sg πρωτοτόκος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτόκους — πρωτότοκος bearing masc/fem acc pl πρωτοτόκος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτόκων — πρωτότοκος bearing masc/fem/neut gen pl πρωτοτόκος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτόκῳ — πρωτότοκος bearing masc/fem/neut dat sg πρωτοτόκος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)